Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αἱ μαθήσει

См. также в других словарях:

  • μαθήσει — μάθησις the act of learning fem nom/voc/acc dual (attic epic) μαθήσεϊ , μάθησις the act of learning fem dat sg (epic) μάθησις the act of learning fem dat sg (attic ionic) μανθάνω learn fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσκάζω — ΜΑ κουτσαίνω λίγο αρχ. παροιμ. «εἰ χωλῷ παροικήσεις, ὑποσκάζειν μαθήσει» δηλώνει ότι συχνά η πρόσκτηση ορισμένων, συνήθως αρνητικών, συνηθειών οφείλεται στις κακές συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκάζω «χωλαίνω, κουτσαίνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»